19/4/07

ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ 18/4/07

(δημοσιεύτηκε στο μεταξύ μας τεύχος 102)

Συνάδελφοι, φαίνεται ότι τα απίστευτα γίνονται πιστευτά και αυτά που δεν περιμέναμε γίνονται πραγματικότητα. Αποκαλύφτηκε και με τα ομόλογα ότι η Κυβέρ­νηση ληστεύει τα λεφτά των ασφαλισμένων για να εξυπηρετήσει πολιτικά της συμφέροντα, στην καλύτερη περίπτωση πληρωμή του δημόσιου χρέους, αλλά και μίζες ημετέρων, προμήθειες μεσαζόντων κ.λπ.
Αφού λοιπόν ζούμε σε αυτή την εποχή που ανατρέπονται τα πάντα, μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε αν σε 10 χρόνια θα μπορούμε να έχουμε συντά­ξεις; Ακούστηκε εδώ και είναι σωστό ότι ήδη στην Εμπορική Τρά­πεζα τους στείλανε χαρτί ότι θα ξαναυπολογιστούν οι συντά­ξεις τους. Λοιπόν; Τι περιμένουμε μετά και το σκάνδαλο των ομολό­γων για να αλλάξουμε ρότα.
Συνάδελφοι, θέλω να απολο­γηθώ γιατί στην ανακοίνωση που σας μοιράσαμε νωρίτερα με τίτλο «μετά το σκάνδαλο των ομολόγων» υπήρχε ένα λάθος. Γράφουμε, κριτικάροντας τη στάση των 2 παρατάξεων του δικο­ματισμού που κάνουν κουμάντο και στο δικό μας Σύλλογο και στους εν ενεργεία, ότι η ΠΑΣΚΕ των εν ενεργεία, που ελέγχει το ΣΥΕΤΕ και το Δ.Σ. της επικούρησης, με το ζόρι δέχθηκε να πάρουμε τις αυξήσεις της εισοδηματικής πολιτικής στην Επι­κουρική. Είναι λάθος μας, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα και δεν το ξέραμε. Αυτό ίσχυε για τις αυξήσεις μέχρι το 2006. Πάλι ο ΣΥΕΤΕ άλλαξε στάση και δεν δέχεται να πάρουμε τις αυξήσεις για τα έτη 2006 και μετά. Και πάλι τι μας λέει ο ΣΥΕΤΕ εδώ; Ότι το έκαναν γιατί ο εκπρόσωπος της εργοδοσίας έλεγε όχι και ήθελαν μόνο με ομόφωνη απόφαση να δοθούν οι αυξήσεις. Μάλιστα ένας συνάδελφος συνταξιούχος τους χειροκρότησε. Δηλαδή δεν καταλαβαίνουμε και τι μας γίνεται. Ο ΣΥΕΤΕ θέλει να έχει κοινή στάση με τον εργοδότη. Και άρα να μην πάρουμε εμείς τις αυξήσεις που δικαιούμαστε ακόμα στις επικουρικές συντάξεις. Εάν δεν είναι αυτό εργοδοτική πολιτική από εκπρο­σώπους υποτίθεται των εργαζόμενων, τότε τι είναι;
Και αν αυτή είναι η στάση των εν ενεργεία συναδέλφων, ας πάμε και στα δικά μας, των εκπροσώπων των συνταξιούχων. Τη λογική και την αντίλη­ψη που επικράτησε στο σύλλογο το προηγούμενο χρονικό διάστημα και εδώ και ένα χρόνο που έχουν γίνει θεμελιώδεις αλλαγές για τα ασφαλιστικά μας δικαιώματα.
Το Δ.Σ. μετά που έκανε μια-δυο συγκεντρώσεις στην Αθήνα έξω από το λογαριασμό επικούρησης, την ώρα που έκαναν συμβούλιο για τα αναδρομικά των αυξήσεων, έκτο­τε δεν συγκάλεσε καμία κινητοποίηση, καμία συγκέντρωση. Χωρίς έγκριση, χωρίς συζήτηση, χωρίς διάλογο, αποδέχτηκαν και πέρασε σιωπηρά να κάνει αίτηση ο κ. Αράπογλου, παράτυπα ακόμα και με τους δικούς τους παράνομους νόμους, γιατί έπρεπε να την κάνει την αίτηση το Δ.Σ. του Ταμείου Επικούρησης, να υπάρξει αίτηση για είσοδο στο ΕΤΑΤ. Τι έγινε από την πλευρά των συνταξιούχων; Υπήρξε αντίδραση; Καμία; Aκoύστηκε ότι υπήρξε ένα γράμμα. Αλλά φαίνεται ότι ήταν για εσωτερική κατανάλωση. Πουθενά δεν δημοσιεύεται, κανένας δεν το μαθαίνει, δεν υλοποιείται με πράξη.
Στη συνέχεια γίνεται χαμός για τα ταμεία μας με την επικείμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΤΕ προκειμένου να εξαγοραστεί η Τούρκικη Τράπεζα. Και εδώ όχι μόνο δεν υπάρχει σιωπή αλλά υπάρχει συναίνεση. Ο εκπρόσωπος του Συλλόγου συνταξιούχων πάει και ψηφίζει αλλάζοντας θέση εν μια νυχτί υπέρ του σχεδίου Αράπογλου και αυτό για λογαριασμό όλων των συνταξιούχων αλλά και για λογαριασμό όλων των μετοχών που εκπροσωπεί το ταμείο επι­κούρησης. Αυτό σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις των εν ενεργεία συναδέλφων που σε αυτό το ζήτημα στάθηκαν λίγο καλύτερα έστω και με 3 μήνες καθυστέρηση. Γιατί στην αρχή χειροκροτούσαν και αυτοί.
Τρίτον γίνεται από το Διοικητή ένταξη των προσληφθέντων μετά το 2005 αντί στο ταμείο επικούρησης στο ΕΤΕΑΜ, στο ΙΚΑ δηλαδή. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό για το δικό μας επικουρικό. Δεν υπάρχουν νέες εισφορές. Και πάλι καμία αντίδραση. Γίνεται η ένταξη της Εμπορικής και της Αγροτικής και πάλι δεν γίνεται τίποτα ώστε να υπάρξει μια πρωτοβουλία από κοινού να υπάρξουν αντιδράσεις και να πιέσουμε για ματαίωση αυτής της πορείας. Μειώνεται συνεχώς το προσω­πικό της ΕΤΕ και δεν κάνουμε τίποτα. Ακόμα και τους και­νούργιους συναδέλφους τους παίρνουνε με 6μηνο δοκιμαστι­κό διάστημα. Παράνομο και αυτό.
Δεν υπηρετεί τα συμφέροντα μας η οπτική και η τακτική των κυρίαρχων δυνάμεων. Εδώ για εσωτερική κατα­νάλωση λέμε ότι διαφωνούμε με την ένταξη, αλλά δυστυχώς εντασσόμαστε. Αποδεχόμαστε τα τετελεσμένα και καμία αντίδραση. Μετά τι κάνουμε; Πασχίζουμε να εξασφαλίσουμε εξαιρέσεις. Και όταν μας κλέβουν τα πάντα και μας πετάνε κανένα επιδοματάκι κάποιοι συνάδελφοι από δω μέσα λένε ευχαριστούμε στον κ. Διοικητή. Τι είναι αυτό ζητιανιά, μοι­ρολατρία, ραγιαδισμός, δουλικότητα, διαλέξτε όποιον χαρακτηρισμό θέλετε. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα ασφαλιστικά μας δικαιώματα πάνε από το κακό στο χειρότερο.
Συνάδελφοι τώρα η Κυβέρνηση πιέζεται. Είναι παράνομη. Τώρα φαίνεται ότι όχι απλώς ότι είναι ταξική, αλλά ότι είναι ληστρική, εφαρμόζει μεθόδους λεηλασίας των ταμείων. Τώρα που, η νεoλαία είναι στους δρόμους διεκδικώντας να ματαιωθούν τα σχέδια για την επιχειρηματικοποίηση της εκπαίδευσης, τώρα είναι ευκαι­ρία να επαναφέρουμε το αίτημα, που μπήκε και από 2 συνα­δέλφους ακόμα, του ενιαίου ταμείου σύνταξης για όλους τους: τραπεζοϋπαλλήλους. Τώρα η δική μας σιωπή γίνεται συνενοχή. Οι συνδικαλιστές εκπρόσωποι μας αν πριν, με τη λογική, που υπήρχε από παλαιά, του να είμαστε νομιμόφρονες και να μην αμφι­σβητούμε τους νόμους, λέγανε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, η πορεία είναι προδιαγραμμένη, τώρα δεν μπορεί να πάει, συνάδελφοι, με αυτό τον τρόπο. Προτείνω ξεκάθαρη απόφαση από την σημερινή μας συνέ­λευση, για αντίθεση, και κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών νόμων, για διεκδίκηση ενός ενιαίου ταμείου επικουρικής και κύριας ασφάλισης τραπεζοϋπαλληλων, ο εργασιακός και ο ασφαλιστικός μεσαίωνας που ετοιμάζουν για τους συνταξιούχους, τους εργαζόμενους, τους νέους δεν φτιασιδώνεται. Μόνο ανατρέπεται και ανατρέπεται μόνο με αγώνες, όχι αποφάσεις στα χαρτιά.
Όχι κλεισίματα μόνο σε πανηγυρικές επετειακές συνελεύσεις, αλλά αγώνες για τη διαφύλαξη των συντάξεων μας, την προ­στασία της περιουσίας των ταμείων μας, να καταργηθούν όλοι οι αντιασφαλιστικοί νόμοι, να ανατρέψουμε την κυβερ­νητική πολιτική υπεράσπισης των εργοδοτών.
18/4/07
Μαρία Μπικάκη