19/9/08

Κλαδική Σ.Σ.Ε. ΟΤΟΕ - Απόφαση ΟΜΕΔ

Δείτε το πλήρες κείμενο της απόφασης του ΟΜΕΔ για τη κλαδική συλλογική σύμβαση ΟΤΟΕ και τους πίνακες με τα μισθολογικά κλιμάκια όπως διαμορφώνονται μέχρι 1/1/2009
στην ιστοσελίδα της Πρότασης Προοπτικής Εργαζόμενων Εθνικής ή πατώντας απευθείας
http://protasiprooptikis.googlepages.com/2008.pdf

ΔΕΙΤΕ ΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ Η ΚΛΑΔΙΚΗ ΣΣΕ

Κλαδική Σ.Σ.Ε. ΟΤΟΕ - Απόφαση ΟΜΕΔ
Το πλήρες κείμενο της απόφασης του ΟΜΕΔ για τη κλαδική συλλογική σύμβαση ΟΤΟΕ και οι πίνακες με τα μισθολογικά κλιμάκια όπως διαμορφώνονται μέχρι 1/1/2009.http://protasiprooptikis.googlepages.com/2008.pdf

ΓΙΑ ΤΗ ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Η ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ και τα ΥΠΕΡΚΕΡΔΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Η εργαζόμενη πλειοψηφία, εξαιτίας κατ αρχήν των χαμηλών αποδοχών και των πραγματικών αναγκών της, καταφεύγει στο δανεισμό για να συμπληρώσει το εισόδημά της και δευτερευόντως για πλασματικές-καταναλωτικές ανάγκες.

Περίπου 2,5 εκατομμύρια οικογένειες χρωστούσαν τον Οκτώβρη του 2006 πάνω από 82,5 δισεκατομμύρια ευρώ στις τράπεζες για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια (42,5% του ΑΕΠ). Τα 54,2€ από αυτά είναι στεγαστικά. Η αύξηση των χρεών των νοικοκυριών είναι 26,7% σε σχέση με την προηγούμενη χρόνια. Αναλογούν τόκοι άνω των 300€ το μήνα σε κάθε ελληνική οικογένεια που χρωστάει.
Κάθε εργάσιμη ημέρα που περνάει, δίνονται 5.500 καταναλωτικά δάνεια και 2.500 πιστωτικές κάρτες. (στοιχεία από διατραπεζικό σύστημα «Τειρεσίας»). 1 δις. € αυξάνει η συνολική χρέωση από δάνεια το μήνα.
Από το καλοκαίρι του 2003 μέχρι σήμερα, έχουν δοθεί 2,3 εκατ. καταναλωτικά δάνεια, συνολικού ύψους 16,5 δισεκατομμυρίων €. Επίσης, έχουν εκδοθεί 2,2 εκατομμύρια πιστωτικές κάρτες, με οφειλές 6,6 δισεκατομμυρίων €. Συνολικά, κυκλοφορούν 5,5 εκατομμύρια πιστωτικές κάρτες με έκδοση μεταγενέστερη του Ιουνίου 2003.
Τα δάνεια που οι δόσεις τους δεν εξοφλούνται κανονικά φτάνουν στο 6,5% έναντι 3,5% στην Ευρώπη. 30.000 λήπτες στεγαστικών δανείων αδυνατούν να πληρώσουν τις δόσεις τους και το χρέος τους ξεπερνάει τα 2 δισ €. Συνολικά σε καθυστέρηση έχουν βγάλει οι τράπεζες καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια ύψους 4 δισ. ευρώ.
Περίπου 1 στα 4 νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος με δάνειο, είναι αναγκασμένο να πληρώνει κάθε μήνα στις τράπεζες περισσότερο από το 1/3 του μηνιαίου εισοδήματός, το οποίο αποτελεί και το «όριο ασφαλείας» που έχει τεθεί από τις ίδιες τις τράπεζες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ για το 2004/2005, το 77,2% των νοικοκυριών δήλωσε δυσκολία στην πληρωμή των υποχρεώσεών τους.
Το 2006 έγιναν από τράπεζες 55.000 κατασχέσεις ακινήτων και 60.000 αυτοκινήτων λόγω δανείων. Κάθε μέρα οι τράπεζες υποβάλλουν μόνο στο ειρηνοδικείο της Αθήνας 70-90 αιτήσεις για κατασχέσεις λόγω δανείων.

Το τραπεζικό κεφάλαιο με την υπερχρέωση των εργαζόμενων έχει εκτός από τα οικονομικά και πολιτικά κέρδη, αφού η αιχμαλωσία λόγω των δανείων επιδρά στη συνείδηση και τη γενικότερη στάση ζωής των εργαζόμενων (επιμήκυνση εργάσιμου χρόνου για εξασφάλιση μεγαλύτερου εισοδήματος προς κάλυψη των δόσεων, επιφύλαξη για συγκρούσεις στο χώρο της δουλειάς και συμμετοχή σε συλλογικές διεκδικήσεις και απεργίες, που σημαίνουν οικονομικό κόστος).

Παλιότερα η κερδοφορία των τραπεζών προέρχονταν κυρίως από τη διαμεσολάβησή τους με δάνεια προς το κεφάλαιο από τις αποταμιεύσεις των εργαζόμενων. Σήμερα, λειτουργούν αντίστροφα. Το μεγαλύτερο μέρος του κέρδους προέρχεται από το δανεισμό των εργαζόμενων, ενώ το κεφάλαιο είναι αυτό που καταθέτει στις τράπεζες σε διάφορα «επενδυτικά» κερδοσκοπικά προγράμματα. Αυτή η τραπεζική πολιτική αποδίδει στις τράπεζες πολλαπλάσια κέρδη εξαιτίας της έκτασης των δανείων, της μεγάλης ψαλίδας επιτοκίων δανεισμού και επιτοκίου καταθέσεων και τις παράλληλες ακριβοπληρωμένες υπηρεσίες (χρέωση εξόδων, προμήθειες, κ.α.).

Κύριες πηγές της μεγάλης κερδοφορίας των τραπεζών από άμεση αφαίμαξη των πελατών τους είναι :
Το μεγάλο ύψος των επιτοκίων δανεισμού. Στα στεγαστικά ο μέσος όρος τους είναι 2% ψηλότερος από το εξωτερικό. Παρόλα αυτά πρόσφατα με απόφαση της κεντρικής τράπεζας αυξήθηκαν τα κυμαινόμενα επιτόκια.
Η μεγάλη διαφορά της τιμής μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων δανείων (3,65% μέσος όρος έναντι 1,68% που είναι στη ζώνη του ευρώ). Τα καταναλωτικά δάνεια σταθερού επιτοκίου είναι ακριβότερα κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. (9% στην Ελλάδα έναντι 6,16% στην Ευρώπη), ενώ τα καταναλωτικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (8,19% έναντι 7,66%, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ).
Η άτοκη εκμετάλλευση των αποταμιεύσεων των μικροκαταθετών. 1,8 δις € χάνουν κάθε χρόνο οι μικροκαταθέτες.
Οι χρεώσεις για αδρανείς λογαριασμούς και τα έξοδα κίνησης για λογ/σμούς με μικρό υπόλοιπο.
Οι χρεώσεις για μια διάφορες συναλλαγές (εξοφλήσεις λογαριασμών ΔΕΚΟ, κ.α.)
Οι κάθε μορφής προμήθειες (για μεταφορές ποσών σε λογ/σμό τρίτων, τραπεζικές μεσολαβήσεις, αναλήψεις μετρητών από πιστωτική κάρτα)
Τα διάφορα έξοδα και υποχρεωτικά ασφάλιστρα που συνοδεύουν τη λήψη του κάθε δανείου.
Τα πρόστιμα που επιβάλλουν σε πρόωρες εξοφλήσεις δανείων
Τα χρήματα που εισπράττουν από τις πωλήσεις των κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων.

Τα περιθώρια κέρδους είναι τεράστια και πλήττουν τα μικρά και μεσαία εισοδήματα.

Παράλληλα, η κερδοφορία τους ενισχύεται από:

Τις φορολογικές ελαφρύνσεις που τους έδωσαν οι τελευταίες κυβερνήσεις. Ο φορολογικός συντελεστής για τις τράπεζες τα τελευταία χρόνια, έπεσε από 45% στο 35% και το 2006 στο 29%, ενώ σε περίπτωση συγχωνεύσεων μειώνεται κατά 10% το χρόνο της συγχώνευσης και 5% τον επόμενο χρόνο. Τη διάταξη αυτή εκμεταλλεύτηκαν όλοι οι μεγάλο όμιλοι για να γίνουν μεγαλύτεροι.
Τη συρρίκνωση του κόστους για τις αμοιβές προσωπικού (λειτουργικό κόστος). Μείωση θέσεων εργασίας, (μόνο στην Εθνική από το 2000 μέχρι σήμερα έχουμε 20% μείωση των σταθερών θέσεων απασχόλησης), χρησιμοποίηση εργασίας φτηνής ελαστικής και μέσω εταιρειών επενοικίασης, εντατικοποίηση του προσωπικού και απλήρωτες υπερωρίες, συστήματα σύνδεσης μισθών με την παραγωγικότητα που συμπιέζουν όπως και οι αυξήσεις των ΣΣΕ τις πραγματικές αμοιβές Η σχέση κόστους προς έσοδα από πάνω από 65% , έπεσε στις περισσότερες τράπεζες κάτω από το 50% . Το λειτουργικό κόστος έχει μειωθεί και παραμένει το χαμηλότερο από τις υπόλοιπες χώρες τις Ευρώπης.
Την με τους νόμους 3029(ΠΑΣΟΚ) και 3371(Ν.Δ.) απαλλαγή των τραπεζιτών από την υποχρέωση υψηλών εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών (μείωση ποσού εργοδοτικών εισφορών για κύρια σύνταξη μέχρι και 53% και για επικουρική 66%). Απαλλαγή από την υποχρέωση κάλυψης ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων.
Την εξάπλωση τους στα Βαλκάνια και την γύρω περιοχή μετά τις εξαγορές τραπεζών (1 στις 3 τράπεζες που πουλήθηκαν στη Ν.Α. Ευρώπη αγοράστηκαν από ελληνικές.

Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες οι ελληνικές έχουν μεγαλύτερη κερδοφορία και μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης κερδών (μέχρι και 62% κατ΄ έτος με μέσο όρο 40-45%). Σήμερα είναι οι πλέον κερδοφόρες επιχειρήσεις στην ελληνική οικονομία με το 40% των συνολικών κερδών.
Τα μετά από φόρους συνολικά κέρδη των 5 μεγάλων ομίλων των ελληνικών τραπεζών υπολογίζονται για το 2006 σε 2,892 δις. € και όλων μαζί σε 3,7 δισ. €
Σε μία περίοδο που τα φαινόμενα της ανεργίας, της οικονομικής ανισότητας και της φτώχειας εντείνονται οι τράπεζες με την στήριξη του κράτους και των κυβερνήσεων έχουν σχέδια για να βάζουν πιο βαθιά το χέρι στη τσέπη μας. Χαρακτηριστικό είναι το σημείο στο νέο νόμο-πλαίσιο για τα ΑΕΙ που προβλέπει λήψη δανείων για να τελειώσουν οι φοιτητές τις σπουδές τους.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια επεκτείνεται και για να πέσει στα μαλακά εμφανίζονται διάφοροι φορείς που φτιάχνουν οι ίδιες οι τράπεζες (τραπεζικός μεσολαβητής) ή το κράτος (γενική γραμματεία καταναλωτή) να ασχολούνται με τις ακρότητες (πανωτόκια, πρόστιμα προεξόφλησης, κατασχέσεις περιουσιακών μεγάλης αξίας για μικροοφειλές) μεμονωμένων περιπτώσεων. Το πρόβλημα βρίσκεται στη συνολική κερδοσκοπική πολιτική των τραπεζών και την προστασία τους από το νόμο και το κράτος. Οι καταναλωτικές ενώσεις δεν μπορούν να διεκδικήσουν ομαδικές αποζημιώσεις γι' αυτούς που εκπροσωπούν. Πρέπει να καταφύγουν στη λύση των ατομικών αγωγών και να κονταροχτυπηθούν με τα οργανωμένα νομικά τμήματα των τραπεζών. Ακόμη και αν δικαιωθούν, οι δανειολήπτες παίρνουν τα χρήματά τους ύστερα από χρόνια. Για μικρές διεκδικήσεις, δεν υπάρχει καν αυτή η λύση, καθώς τα δικαστικά έξοδα είναι απαγορευτικά. Η μόνη δυνατότητα που έχουν σήμερα καταναλωτικές ενώσεις είναι να προσφύγουν στα δικαστήρια για να κριθούν παράνομες από τη Δικαιοσύνη ορισμένες χρεώσεις και τακτικές των τραπεζών.
Η ληστρική πολιτική των τραπεζών μαζί με την ανάλγητη εισοδηματική πολιτική των κυβερνήσεων πάνε μαζί, αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την ακραία, τρομοκρατική πολιτική που ασκείται σε βάρος των εργαζόμενων.
Από καιρό τώρα οι ταξικές δυνάμεις στο χώρο των τραπεζών έχουν ανοίξει το θέμα: «Πως φτιάχνουν τα κέρδη; Ατμομηχανή των κερδών δάνεια και κάρτες. Τα ελληνικά νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα και πάλι οι χορηγήσεις αυξάνουν». Βάζουν σχετικά αιτήματα στο πλαίσιο διεκδικήσεων που προβάλλουν: «Τόκους σε όλους τους μικροκαταθέτες, όχι στις χρεώσεις εξόδων και προμηθειών, μείωση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων και καρτών, άτοκα στεγαστικά δάνεια για χαμηλόμισθους, άνεργους και συνταξιούχους». Η πλειοψηφία των εργαζόμενων στις τράπεζες για να τα βγάλουν πέρα είναι και οι ίδιοι θύματα της υπερχρέωσης. Οι τραπεζίτες επιδιώκουν τη μετατροπή τους σε κυνηγούς δανειοληπτών και πωλητές δανείων και πιστωτικών καρτών.
Υπάρχει έστω και μειοψηφικά συλλογική αλλά και ατομική αντίσταση και προσπάθεια για να αναδειχτεί τη ληστρική λειτουργία των τραπεζών και να προβληθούν αιτήματα που να αρνούνται την αποδοχή της κερδοφορίας των τραπεζών από την καταλήστευση των εργαζόμενων, όπως άτοκα δάνεια στους απολυμένους εργάτες, άπορους, χαμηλόμισθους, μετανάστες, άνεργους, μείωση των επιτοκίων των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων».
Επιτακτική είναι η ανάγκη προβολής αιτημάτων από όλα τα τμήματα του εργατικού κινήματος για μείωση των επιτοκίων δανεισμού των εργαζόμενων, πλήρεις αποζημιώσεις σε όσους έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές, επαναδιαπραγμάτευση των στεγαστικών δανείων των εργατών, τα κέρδη των τραπεζών να γίνουν εργατικές κατοικίες, νοσοκομεία και σχολεία, όχι στις κατασχέσεις περιουσίας εργαζόμενων.

3/3/2007

ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«Το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί που παύει η εργασία να υπαγορεύεται από ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμότητα…. Με την ανάπτυξή του (σ.σ. πολιτισμένου ανθρώπου) διευρύνεται το βασίλειο αυτό της φυσικής αναγκαιότητας γιατί μεγαλώνουν οι ανάγκες του. Ταυτόχρονα όμως διευρύνονται οι παραγωγικές δυνάμεις που ικανοποιούν τις ανάγκες αυτές. Η ελευθερία στον τομέα αυτό μπορεί να συνίσταται μόνο στο ότι ο κοινωνικός άνθρωπος, οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί θα ρυθμίζουν ορθολογικά αυτήν τους την ανταλλαγή της ύλης με τη φύση, θα την υποτάσσουν στον κοινό έλεγχο από μέρους τους, αντί να κυριαρχούνται από αυτήν σαν από μια τυφλή δύναμη, όταν θα την πραγματοποιούν με την μικρότερη δυνατή δαπάνη δυνάμεων και κάτω από όρους αντάξιους και ταιριαστούς προς την ανθρώπινη φύση τους. Ωστόσο αυτό παραμένει πάντα ένα βασίλειο της ανάγκης. Πέρα από αυτό αρχίζει η ανάπτυξη των δυνάμεων του ανθρώπου σαν, αυτός καθεαυτός σκοπός, το πραγματικό βασίλειο της ελευθερίας, που μπορεί όμως να ακμάσει μόνο πάνω στη βάση εκείνου του βασιλείου της ανάγκης. Ο βασικός όρος είναι η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας…..
Οι διαρκείς τελειοποιήσεις αχρηστεύουν σχετικά την αξία χρήσης, επομένως και την αξία των υπαρχουσών μηχανών, των εργοστασιακών εγκαταστάσεων κλπ. Το προτσές αυτό δρα βίαια, ιδίως την πρώτη περίοδο μετά την εισαγωγή των νέων μηχανών, προτού οι μηχανές αυτές φτάσουν σε ένα πεδίο ωριμότητας, και γι’ αυτό διαρκώς παλιώνουν, προτού προλάβουν να αναπαράγουν την αξία τους. Αυτός είναι ο λόγος της συνηθισμένης σε τέτοιες περιόδους υπέρμετρης παράτασης του χρόνου εργασίας, της δουλειάς με εναλλασσόμενες βάρδιες την ημέρα και τη νύχτα, για να αναπαράγεται η αξία των μηχανών σε βραχύτερο χρονικό διάστημα, χωρίς η φθορά τους να υπολογίζεται πολύ μεγάλη. …….
Η παράταση της εργάσιμης μέρας ως τη νύκτα, πέρα από τα όρια της φυσικής μέρας, επενεργεί μόνο σαν καταπραϋντικό και σβήνει μόνο ως ένα βαθμό τη δίψα του βρυκόλακα για ζωντανό αίμα εργασίας. Γι αυτό η βαθύτερη τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι να ιδιοποιείται εργασία στο διάστημα όλων, και των 24 ωρών του ημερονυκτίου. Επειδή όμως είναι φυσιολογικά αδύνατο να ξεζουμίζονται συνεχώς νύκτα και μέρα οι ίδιες εργατικές δυνάμεις, χρειάζεται για να ξεπεραστεί το φυσικό αυτό εμπόδιο, μια εναλλαγή των εργατικών δυνάμεων που καταβροχθίζονται την μέρα και την νύκτα, μια εναλλαγή που επιτρέπει διάφορες μέθοδες λ.χ. η εναλλαγή μπορεί να είναι έτσι ρυθμισμένη που ένα μέρος του εργατικού προσωπικού τη μια βδομάδα να εργάζεται τη μέρα, την άλλη βδομάδα νύκτα κλπ…… Αν παραβλέψουμε τις γενικές επιβλαβείς επιδράσεις της νυκτερινής εργασίας η αδιάκοπη, εικοσιτετράωρη διάρκεια του προτσές παραγωγής προσφέρει μια εξαιρετικά ευπρόσδεκτη ευκαιρία για να υπερβαίνουν τα ονομαστικά όρια της εργάσιμης μέρας. » (Μαρξ - Κεφάλαιο)
Αυτά πρίν 110 χρόνια και όμως επίκαιρα.

ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ.
Σήμερα η παραγωγικότητα μιας ώρας εργασίας είναι τουλάχιστον 25 φορές μεγαλύτερη από ότι ήταν το 1830. Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την αναπαραγωγή της οικογένειας του εργαζόμενου ανθρώπου έχει μειωθεί. Όμως το κεφάλαιο δεν προχωρά στην μείωση των ωρών εργασίας. Αντίθετα επιδιώκει την μεγιστοποίηση των κερδών του μέσα από την μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
Στις δυνατότητες για την κοινωνική απελευθέρωση και την παγκόσμια ευημερία που ανοίγονται σήμερα από την παραγωγικότητα της εργασίας με βάση της εξελίξεις της τεχνικής και της επιστήμης η απάντηση του κεφαλαίου είναι οι αντιδραστικές τομές σε όλα τα επίπεδα (οικονομία, πολιτική, ιδεολογία, εργασιακές σχέσεις). Πολύμορφα επιδίδεται σε μια χρόνια μεθοδική επιχείρηση πλήρους υποταγής της εργασίας στις ανάγκες του κεφαλαίου. Κεφάλαιο και κυβερνήσεις προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους ότι οι συνθήκες σήμερα οδηγούν στο να μην υπάρχουν ωράρια και όλα να υποτάσσονται στις ανάγκες της αγοράς. Ανάγκες του κεφαλαίου που η προσπάθεια είναι να εμφανιστούν ως ανάγκες της κοινωνίας.
Στόχος η εδραίωση της κυριαρχίας του κεφαλαίου και η μεγαλύτερη ιδιοποίηση του πλούτου, ένας εργασιακός μεσαίωνας.
Το παλιό εργατικό κίνημα ανίκανο να δώσει την δική του συνολική απάντηση. Δεν μπορεί να μετατρέψει τις αντιλήψεις του για διεκδίκηση καλύτερων όρων μέσα στο σύστημα σε υλική δύναμη, σε κινητοποίηση των εργαζόμενων. Δεν πείθει ακριβώς γιατί ο εργαζόμενος έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στις συλλογικές μορφές διεκδίκησης και πάλης από ένα εργατικό κίνημα πλήρως υποταγμένο στην λογική της διαπραγμάτευσης εντός των ορίων του συστήματος.
Σήμερα το ε.κ. πρέπει να επανατοποθετήσει στο κέντρο της δράσης το στόχο της κατάργησης της εκμετάλλευσης και όχι μόνο την διαχείριση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης. Ετσι θα μπορέσει με αποφασιστικό και αταλάντευτο τρόπο να υπερασπίσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και να εξασφαλίσει άμεσες νίκες και στην διαπραγμάτευση των όρων πώλησης (τακτικά συμφέροντα).
Η τάξη και οι συλλογικότητες της άμεσα πρέπει να κάνουν πολιτική για τον εαυτό τους και όχι να περιορίζουν την δράση τους μόνο στο πεδίο των στενών πλαισίων της εργασιακής σχέσης και της επιχείρησης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει η συνολική τους απάντηση να έχει θέση για :
§ τα συνολικά συμφέροντα της τάξης με βάρος στα πιο χαμηλά και περισσότερο εκμεταλλευόμενα τμήματά της, στους ντόπιους και ξένους εργάτες, με στόχο την ενότητα της τάξης στον κοινό αγώνα, την αντιμετώπιση του ταξικού εχθρού συνολικά (εργοδοσία, κράτος, κυβέρνηση, διεθνείς οργανισμοί, αστικοί θεσμοί, νόμοι).
§ Την κατάσταση της τάξης, την διαστρωμάτωση της, την αντίθεση συμφερόντων και το επίπεδο συνείδησης της.
§ Τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων, το παραγόμενο προϊόν, τις συντελούμενες αλλαγές.
Σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα δεν έχουν δημιουργηθεί οι όροι για μια τέτοια συνολική απάντηση. Εργατικές συλλογικότητες ανιχνεύουν σε θεωρητικό επίπεδο τους όρους της και ακόμα πιο λίγες τολμούν να δοκιμάσουν στην σύγκρουση αυτές τους τις απόψεις. Οι όποιες προσπάθειες επεξεργασίας και δράσης παραμένουν μόνες και αποσπασματικές. Αυτό σημαίνει και καθήκον όλων να έχουν την δική τους συμβολή στις θεωρητικές τεκμηριώσεις και επεξεργασίες αλλά ταυτόχρονη συμβολή στην επικοινωνία και διάλογο αυτών των απόψεων για μια συνολική απάντηση σήμερα της τάξης και στο επίπεδο της θεωρίας και στο επίπεδο της ταξικής πάλης.


Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.
Με την επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος η διάρκεια της μισθωτής εργασίας απετέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης των μισθωτών με τους κεφαλαιοκράτες. Μέσα από την συλλογική οργάνωση της πάλης των εργατών αρχίζουν να εμφανίζονται συνδικαλιστικές διεκδικήσεις για περιορισμό του χρόνου της ημερήσιας, της εβδομαδιαίας, της ετήσιας εργασίας ή ακόμα και του συνολικού χρόνου της επαγγελματικής ζωής του εργαζόμενου. Η σωματική εξάντληση ήταν το αρχικό όριο που είχε βάλει τα κεφάλαιο. Αρχικά είχαμε σκληρούς αγώνες μεμονωμένα σε εργοστάσια και στην συνέχεια σε ομάδες. Οι μαρξιστικές αναλύσεις για τον χρόνο εργασίας, την αλλοτρίωση και την εξαγωγή υπεραξίας ενίσχυσαν σημαντικά την πορεία των διεκδικήσεων. Το 1837 η διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας ξεπερνούσε τις 80 ώρες, με ημερήσια διάρκεια άνω των 14 ωρών. Τα αιτήματα αρχικά ήταν 10 ώρες δουλειάς και στην εξέλιξη του αγώνα σε αρκετά εργοστάσια βάζανε και το 8ωρο. Το 8ωρο κατακτήθηκε σε εργοστάσια της Ρωσίας και της Πολωνίας από το 1896. Στις αρχές του αιώνα η εργασία έφθανε τις 60 ώρες με 10ωρη διάρκεια ημερήσιας απασχόλησης. Οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα σημαδεύτηκαν από την διεκδίκηση και τελικά την θεσμοθέτηση της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (1906) και του 8ωρου (1919). Το σημερινό κεκτημένο 8ωρο ήρθε μετά από σκληρούς, αιματηρούς αγώνες των εργατικών συνδικάτων για τα τρία 8 (8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ζωή, 8 ώρες ύπνο). Στην εποχή του το αίτημα ήταν «μαξιμαλιστικό». Η ετήσια άδεια 2 εβδομάδων θεσμοθετείται για πρώτη φορά στην Ευρώπη από το Λαϊκό Μέτωπο (Γαλλία, 1936). Στο διάστημα ενός αιώνα, η διάρκεια της εργασίας μειώθηκε στο μισό. Σ’ αυτό συντέλεσαν η μείωση της ημερήσιας και της εβδομαδιαίας διάρκειας της εργασίας, η επιμήκυνση του χρόνου της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η γενίκευση της συνταξιοδότησης, η αύξηση των ετήσιων αδειών κ.α.. Τον χρόνο φτάσαμε στις 1.700 ή και περισσότερες ώρες εργασίας ξεκινώντας από τις 3.000.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.
Παρά τα χρόνια που πέρασαν σε χώρες με καθυστερημένη οικονομική ανάπτυξη βρίσκουμε μορφές καταναγκαστικής δουλείας αλλά και σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες σε μικρότερη έκταση, μαζική παιδική εργασία, ανασφάλιστη εργασία και εργασία χωρίς όρια στο χρόνο.
Στην Ελλάδα οι εργάτες σήμερα δουλεύουν 8 ώρες τη μέρα (ΕΓΣΣΕ). Ανά κλάδους έχουμε μικρότερα ωράρια είτε με κλαδικές συμβάσεις (Οικοδόμοι - 35ωρο ) είτε λόγω ανθυγιεινού (Εργάτες καθαριότητας ΟΤΑ). Βασικά η πλειοψηφία της τάξης δουλεύει με θεσμοθετημένο πρωϊνό ωράριο. Σε τομείς (υγεία, ενέργεια, επικοινωνία, εμπόριο, ασφάλεια, συγκοινωνία, μεταφορές) λειτουργούν βάρδιες με κύριο βάρος πάλι το πρωί. Ενώ σε άλλους υπάρχει κύριο βάρος το απόγευμα ή βράδυ (πολιτισμός, ψυχαγωγία, τουρισμός) ή η συνεχής 24ωρη λειτουργία (ναυτιλία). Η απασχόληση σε νυκτερινές βάρδιες προστατεύεται από την εργατική νομοθεσία με επιπλέον οικονομικές αποζημιώσεις και δυνατότητα προσφυγής για μεταφορά στην πρωινή βάρδια λόγω υπηρεσιακής στασιμότητας. Η πιο πρόσφατη εμπειρία από αγώνες σχετικά με το ωράριο είναι η προσπάθεια των εμποροϋπαλλήλων για την απόκρουση της απελευθέρωσης του ωραρίου (εμπορικά συνεχές και super market μέχρι 8 το βράδυ του Σαββάτου, Praktiker), που συνδιαζόταν με επιδείνωση του ωραρίου εργασίας.
Αυτό είναι το θεσμοθετημένο ωράριο. Ως χρόνο εργασίας πρέπει να υπολογίζουμε και τον χρόνο μετακίνησης από και προς την εργασία που λόγω των συνθηκών μετακίνησης ειδικά στις μεγαλουπόλεις φθάνει και τις 10 ώρες ή και παραπάνω. Η καταγραφή αυτή φέρνει την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες με την μεγαλύτερη διάρκεια στην Ευρώπη. Αυτή είναι η «κανονικά ρυθμισμένη» κατάσταση. Ο εργάτης, που χρειάζεται χρόνο και για τον ύπνο του, την καθαριότητα, το φαγητό του, οδηγείται με τον σημερινό τρόπο ζωής σ’ αυτό το περιβάλλον στην εξάντληση και την αποξένωση, αφού ο «ελεύθερος» χρόνος του περιορίζεται στο ελάχιστο τις καθημερινές, περιμένοντας ένα Σαββατοκύριακο.
Πέρα από αυτήν πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η δεύτερη (αδήλωτη) δουλειά, οι υπερωρίες, οι μη καταγεγραμμένες ώρες απλήρωτης υπερωριακής απασχόλησης, η χωρίς όρια στο χρόνο δουλειά των ξένων εργατών, ακόμα και οι δουλειές του «νοικοκυριού» παρατείνουν την διάρκεια της εργάσιμης μέρας για ένα σημαντικό κομμάτι του εργατικού πληθυσμού. Σ’ αυτό δεν περιλαμβάνουμε την χωρίς όριο στο χρόνο λήξης δουλειά στελεχών επιχειρήσεων που αμείβονται με «ψηλούς» μισθούς ακριβώς για να μένουν μέχρις ότου υπάρχει ανάγκη.
Στην έμμεση παραβίαση του νόμιμου ωραρίου εργασίας οι εργαζόμενοι συγκατατίθενται εθελοντικά δηλαδή εξαναγκάζονται κοινωνικά για να συμπληρώσουν τον μισθό ή μεροκάματό τους και να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ανάγκες πραγματικές ή πλασματικές. Η εργατική οικογένεια διασκορπίζεται, η εξουθένωση δεν αφήνει περιθώρια ουσιαστικής ενασχόλησης με την διαπαιδαγώγηση των παιδιών, τα οποία παρκάρονται στην Τ.V. ή σε ολοήμερα σχολεία.
Συνεπώς η διεκδίκηση της δραστικής μείωσης του χρόνου εργασίας δεν μπορεί να αφορά μόνο την πρώτη δουλειά απαιτείται να συνδιαστεί με το αίτημα της αύξησης μισθών και ως λογική με την κατάργηση της δεύτερης δουλειάς και των υπερωριών.


ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΤΟ ΩΡΑΡΙΟ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ.
Μέχρι σήμερα το συμβατικό ωράριο είναι 7.45 έως 15.30. Συνολικά εβδομαδιαίος χρόνος 38 ώρες και 20΄. Η ρύθμιση του έχει γίνει από την ΣΣΕ 83 και η τελευταία μείωση του έγινε το 1984. Ο κλάδος κέρδισε την 5θήμερη βδομάδα και το συνεχές ωράριο τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση και η τελευταία εμπειρία στο θέμα του ωράριου είναι από τη μεγάλη κινητοποίηση για την απόκρουση της απογευματινής λειτουργίας των Τραπεζών το 1979-80 επί υπουργείας Μητσοτάκη. Οι ετήσιες μέρες άδειας είναι 20-25.
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν μικρότερα ωράρια για τους εργαζόμενους στις Τράπεζες πλην Γερμανίας, Αυστρίας, Λουξεμβούργου, Σουηδίας. (πίνακας 2). Ο ετήσιος αριθμός εργάσιμων ημερών ποικίλλει φέρνοντας την Ελλάδα περίπου σ’ αυτές με τον μεγαλύτερο αριθμό (πίνακας 2). Σε αρκετές χώρες έχει καθιερωθεί διάλειμμα που δεν προσμετράται στο ωράριο εργασίας με αποτέλεσμα σπαστό ωράριο (πίνακας 3). Ο χρόνος λειτουργίας των ίδιων των Τραπεζών ποικίλει (πίνακας 3). Από τα στοιχεία είναι σαφές ότι η σύγκριση με το ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν είναι σύμμαχος στον στόχο για συνεκτικότητα του ωραρίου. Ευέλικτα ωράρια δεν υπάρχουν μόνο σε Ελλάδα, Κύπρο, Ισπανία, Πορτογαλία, Νορβηγία(πίνακας4).
Χρόνια τώρα οι ιδιωτικές και σε μικρότερη έκταση οι κρατικές Τράπεζες καταστρατηγούν το συμβατικό (ΣΣΕ) ωράριο με υποχρεωτικές και στην πλειοψηφία απλήρωτες υπερωρίες, ενώ με τον περιορισμό των προσλήψεων έχουν οδηγήσει σε μεγάλη εντατικοποίηση.
Εδώ πρέπει να δούμε ότι οι χαμηλές αποδοχές έχουν οδηγήσει σημαντική μερίδα εργαζόμενων να επιζητά καλυτέρευση των αποδοχών της ατομικά με υπερωρίες ή δεύτερη δουλειά (έμμεση παραβίαση). Το κυνήγι της υπερωρίας αποτέλεσε ακόμα και αιτία ανταγωνισμού για τις καλές θέσεις (σταθερές υπερωρίες). Αποτέλεσμα ήταν αυτή η κατάσταση να νομιμοποιήσει την υπερεργασία να υποθάλψει την παραβίαση του από συλλογική σύμβαση συμφωνημένου ωραρίου και με θεωρούμενες υποχρεωτικές και αυτονόητα απλήρωτες υπερωρίες (για συφωνία ταμείων). Από στοιχεία που έδωσαν οι Τράπεζες στην ΟΤΟΕ για το 1995 για τις καταγεγραμμένες υπερωρίες προκύπτει ότι αντιστοιχούν σε 4% αύξηση προσωπικού. Οι πραγματικές διαστάσεις των υπερωριών πιθανόν είναι μεγαλύτερες και αποκρύπτονται. Όπως επίσης δεν περιλαμβάνονται οι απλήρωτες ώρες εργασίας των στελεχών που θεωρούνται αυτονόητες ή των νεοπροσλαμβανόμενων στις ιδιωτικές τράπεζες που πλασάρονται σαν υποχρεωτικές και είναι απλήρωτες. Τις διαστάσεις του φαινομένου δεν μπορούμε ούτε να τις υποτιμούμε, ούτε να τις υπερβάλλουμε ώστε να τις αποδεχτούμε ως παγιωμένο και αναπότρεπτο καθεστώς.. Το ίδιο ισχύει και για τα υπάρχοντα ειδικά ωράρια που, με στοιχεία 31/12/95 για Τράπεζες που καλύπτουν το 70% της απασχόλησης του κλάδου, ανερχόταν σε 2,9% για νυχτερινά ή εναλλασσόμενα ωράρια και 1,5% για μειωμένα ημερήσια ή μειωμένα ετήσια (όχι γονικά) ωράρια. Το σίγουρο είναι ότι η θεσμοθέτηση συγκεκριμμένου και ενιαίου χρόνου λήξης του ωράριου και των εργασιών για όλες τις Τράπεζες δεν έχει πέσει σε αδράνεια και η έκταση τήρησης του αφορά την συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζοϋπαλλήλων που συνειδητά το τηρεί.
Οι ίδιες οι Τράπεζες εξυπηρετούνται από την κάλυψη των αναγκών με υπερωρίες και εντατικοποίηση και όχι με προσλήψεις λόγω του χαμηλότερου ασφαλιστικού κόστους, της συμπίεσης των πραγματικών αναγκών για ώρες εργασίας αλλά και της επίδρασης στην συνείδηση των εργαζόμενων (αιχμαλωσία, εφεδρικός στρατός ανέργων).
Η πολύμορφη καταστρατήγηση του ωραρίου εκτιμήθηκε από το επίσημο σ.κ. σαν κατάσταση όχι για εξάλειψη αλλά για έλεγχο και καθορισμό μέτρων και ορίων.

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.
Σήμερα το αίτημα για μείωση του χρόνου εργασίας επανέρχεται στο προσκήνιο. Τα επίσημα συνδικάτα το προβάλλουν με την λογική «να δουλεύουμε λιγότερο, να δουλεύουμε όλοι». Αυτή η διάσταση της κοινωνικής αλληλεγγύης στους άνεργους και της εξάλειψης της έμμεσης απειλής συμπίεσης του εργατικού μισθού που δημιουργεί ο εφεδρικός στρατός των ανέργων είναι μια μορφή ενίσχυσης της λογικής της διεκδίκησης δεν είναι όμως η κύρια.
Η ταξική αντίληψη πρέπει να προβάλλει το αίτημα της δραστικής μείωσης (30 ώρες δουλειά) στη βάση της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών και της διεκδίκησης από τον εργαζόμενο του πλούτου που παράγει για λογαριασμό του, στην πορεία της πάλης για την ολοκληρωτική εξάλειψη της εκμετάλλευσης. Οι δυνατότητες της εποχής το καθιστούν δυνατό και αναγκαίο. Ενας παγκόσμιος αγώνας των εργατών μπορεί να ξεκινήσει με βάση αυτό το αίτημα και την διεκδίκηση μιας ολοκληρωμένης χάρτας αναγκών και δικαιωμάτων των εργατών παράλληλα με τις προσπάθειες συντονισμού σε εθνική κλίμακα.
Το αίτημα για 30 ώρες δουλειά δεν είναι καινούργιο, ούτε μαξιμαλιστικό. Έχει προβληθεί σε αγώνες του 1936 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την περίοδο του 1918 στο πρόγραμμα του Σπάρτακου στην Γερμανία και το 19.. στην Ελλάδα. Η δυνατότητα που σήμερα το καθιστά κοινωνικά εφικτό (ίσως καπιταλιστικά μη πραγματοποιήσιμο παγκόσμια αλλά αυτό ίσα- ίσα είναι αιτία για ακόμα με μεγαλύτερο πείσμα προβολή του) ομολογείται στις ίδιες τις μελέτες οπαδών του καπιταλισμού, βλέπε Ρίφτιγκ «Τέλος της εργασίας» που αποφαίνεται ότι με 4 ώρες δουλειάς την ημέρα θα μπορούσε να ευημερεί όλη η ανθρωπότητα.
Ρεύματα στο εργατικό κίνημα αντιμετωπίζουν το αίτημα με εχθρότητα ως πολεμική. Η καχυποψία τους το θεωρεί βερμπαλισμό και ποσοστολογία. Θεωρούν ότι στις συνθήκες της νεοφιλελεύθερης επίθεσης η περιφρούρηση των κεκτημένων είναι και η μόνη δυνατότητα που υπάρχει από τους συσχετισμούς. Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει το θέμα με πιο «ρεαλιστικό» τρόπο μιλώντας για το αποδεκτό και από τους ρεφορμιστές αίτημα του 35ωρου χωρίς όμως αρνητικές ρυθμίσεις και με αύξηση αποδοχών, ενώ παραπέμπει το 30ωρο για άλλες πιο ευνοϊκές εποχές, εν ολίγοις στις επόμενες γενιές, χωρίς όμως τελευταία και να το καταδικάζει ως αριστερισμό. Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι στην νέα πραγματικότητα η διάλυση όλων των προηγούμενων ρυθμίσεων πρέπει να αντιμετωπιστεί με μέτρα ελέγχου και θεσμοθέτησης μέτρων, ορίων και ποσοστών σε μια προσπάθεια συγκερασμού των αναγκών του κεφαλαίου και των αναγκών των εργαζόμενων πχ στην ΟΤΟΕ συζητά την καθιέρωση του 7ωρου με μετακύλιση προς το απόγευμα του ωράριου ώστε να εξυπηρετούνται και οι τράπεζες.
Στον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς υπάρχουν εκτός από τις παραπάνω απόψεις υπάρχουν ακόμα αντιλήψεις ότι το αίτημα είναι πλειοδοσία που δεν μπορεί να προβληθεί στο σ.κ. και να διεκδικηθεί από αυτό αφού δεν έχει ωριμάσει στην συνείδηση των εργατών που το αντιλαμβάνονται ως ανεδαφικό, είναι κάτι που το πολύ – πολύ μπορεί να προβάλλεται για ζύμωση, ως γενική ιδέα ή ότι στην νέα εποχή οι δραστηριότητες της διασκέδασης, της πώλησης προϊόντων, της εξυπηρέτησης συναλλαγών με το δημόσιο ή τις τράπεζες επεκτείνονται όλο το 24ωρο, ότι αυτό είναι ανάγκη των εργαζόμενων και όχι μόνο είναι αναπότρεπτο αλλά είναι και επιζήμιο να καταδικαστεί. Προτείνεται να μην ασχοληθεί το κίνημα με την μορφή που παίρνει η λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων αλλά το βάρος να δοθεί μόνο στο θέμα της μείωσης του ωραρίου και της ενιαίας εργασιακής σχέσης όλου του προσωπικού.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Στις τράπεζες προωθούν την λύση των εμποδίων για την ολοήμερη λειτουργία τους στους τομείς εκείνους που έχουν καθοριστική σημασία στην εξασφάλιση μεγαλύτερων κερδών. Για να πετύχουν και να νομιμοποιήσουν εκεί την ανεξέλεγκτη λειτουργία είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν σε μέτρα που στο όνομα της ώριμης ανάγκης για μείωση των ωρών εργασίας προωθούν την αμφισβήτηση του ενιαίου χρόνου εργασίας και των συγκεκριμένων ορίων έναρξης και λήξης. Έτσι θα μπορούν χωρίς επί πλέον οικονομικές αποζημιώσεις υπερωριακής ή νυχτερινής απασχόλησης και νομικά κωλύματα της εργατικής νομοθεσίας να έχουν φτηνή και διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή εργασία. Η παράταση του ωραρίου λειτουργίας του συνόλου των τραπεζικών καταστημάτων δεν τους είναι απαραίτητη ούτε επιχειρείται για να καλυφθούν ανάγκες των εργαζόμενων για συναλλαγές. Αλλά ούτε κυρίως για τις ανάγκες συναλλαγών των επιχειρήσεων που μέχρι τώρα δουλεύουν κυρίως πρωί ή του κλεισίματος του χρηματιστηρίου που ούτως ή άλλως εξυπηρετούνται συνέχεια όλο και καλύτερα μέσω ειδικών περιορισμένων λειτουργιών. Η πειραματική εφαρμογή ήρθε να νομιμοποιήσει στην συνείδηση εργαζόμενων την απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας και την πλήρη διαθεσιμότητα των εργαζόμενων. Εξυπηρετεί, την ανάγκη του ελληνικού τραπεζικού κεφαλαίου για προσαρμογή στις συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς του εργασιακού μεσαίωνα και διαπλοκής με το διεθνές τραπεζικό κεφάλαιο και επιχειρείται κυρίως για την διαμόρφωση συνείδησης στους εργαζόμενους ότι στην νέα εποχή η εργασία θα είναι πλήρως υποταγμένη στις ανάγκες του κεφαλαίου, ελαστική, με μειωμένο κόστος για την εργοδοσία. Οι βάρδιες και η γενικότερη ελαστικότητα στο ωράριο που επιτρέπει το νέο νομικό πλαίσιο (νόμος Παπαϊωάννου) με την συνολική διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν προχωρούσαν σε γρήγορη εφαρμογή. Ετσι, ήρθε η συλλογική σύμβαση να προχωρήσει τη φιλοσοφία τους με πλοηγό το πείραμα στις Τράπεζες.
Στην προσπάθεια εξασφάλισης της συναίνεσης από τους εργάτες μιλούν βέβαια για λογαριασμό όλης της κοινωνίας όταν θέλουν να προωθήσουν τις δικές τους ανάγκες και να επιτεθούν στις ανάγκες του κόσμου της εργασίας. Επικαλούνται ως πρόσχημα όλα τα τελευταία χρόνια, την εξυπηρέτηση του «καταναλωτικού κοινού» και παρά την επέκταση των συστημάτων αυτόματων συναλλαγών και την απογευματινή λειτουργία υπηρεσιών ταμιευτηρίου σε κεντρικά καταστήματα, που καλύπτουν γενικά αυτή την ανάγκη, γίνεται μεγάλη προπαγάνδα για την ανάγκη αλλαγής του ωραρίου συναλλαγών. Προπαγάνδα που βρίσκει απήχηση και σε εργαζόμενους άλλων κλάδων αλλά και πρόθυμη την συνδικαλιστική ηγεσία να συνδιαλέγεται και να παζαρέψει το ωράριο. Και όπως και σε άλλους χώρους ( π.χ. παιδεία - ολοήμερα σχολεία) μέτρα για βάρδιες και ελαστικότητα μπορεί να βρίσκουν αποδοχή και από τους εργαζόμενους με βάση την ανάγκη για δεύτερη δουλειά ή το επίμηκες ωράριο των γονέων. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πρέπει να ξεχωρίσουμε τις πραγματικές από τις πλασματικές ανάγκες των εργαζόμενων, να δούμε την έκταση και το μέγεθος των πραγματικών αναγκών και τον τρόπο ικανοποίησής τους. Ο δαιδαλώδης τρόπος λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και η ταλαιπωρία των εργαζόμενων από την γραφειοκρατία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας τους, που έχει άμεση επίπτωση στο ωράριο εργασίας. Η απλοποίηση των διαδικασιών, η εξυπηρέτηση μέσω σύγχρονων μεθόδων τηλεφωνικών εντολών, η καθιέρωση άδειας στους εργαζόμενους για εξυπηρέτηση τους από τις δημόσιες υπηρεσίας είναι ο δρόμος που δεν φέρνει αντιμέτωπη την μία ομάδα εργαζόμενων με την άλλη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ 35ΩΡΟΥ.
Το πειραματικό ωράριο λειτουργίας έδειξε ότι η αποδοχή από την ηγεσία του επίσημου σ.κ. της αποσύνδεσης του ωραρίου λειτουργίας από το ωράριο εργασίας σε αντάλλαγμα για την μείωση των ωρών εργασίας οδηγεί σε βάρδιες, ελαστικοποίηση, εντατικοποίηση και τελικά παράταση του εργάσιμου χρόνου. Σε άλλα πειραματικά καταστήματα με την μέθοδο του εκφοβισμού (Ιονική) και σε άλλα με την μέθοδο του διαλόγου και της «δημιουργικής συμβολής» (Εθνική) καταρτίστηκαν προγράμματα για βάρδιες που άλλοτε φέρνουν τους εργαζόμενους από τις 7.45 και άλλοτε από τις 9.45 μέχρι τις 17.00. Ασκούνται πιέσεις για να καλυφθούν οι απογευματινές βάρδιες και απλήρωτες υποχρεωτικές υπερωρίες, και έχει επιτευχθεί το αδύνατο: Το κατάστημα που και πριν είχε εντατικοποίηση δουλειάς, τώρα χωρίς ενίσχυση προσωπικού, να λειτουργεί περισσότερες ώρες και οι εργαζόμενοι να φαίνεται ότι δουλεύουν λιγότερες. Ετσι ακόμα και το επίσημο σ.κ. υποχρεώθηκε να παραδεχτεί για την πειραματική εφαρμογή ότι «το πείραμα απέτυχε γιατί η μείωση των ωρών εργασίας που συνδυάστηκε με αύξηση των ωρών λειτουργίας οδήγησε σε εντατικοποίηση αφού με ευθύνη των Τραπεζών δεν ενισχύθηκαν με προσωπικό τα συγκεκριμένα καταστήματα». Αυτή η ανακοίνωση επιβλήθηκε από την αγανάκτηση των εργαζόμενων σ’ αυτά όπου έχουμε ακόμα και 50ωρη εργασία την βδομάδα και υποσχέσεις για συνολική διευθέτηση με μελλοντικά ρεπό. Γιατί στην ουσία πρόκειται για πειραματική εφαρμογή της αύξησης του ωραρίου συναλλαγών κατά 2 ώρες και όχι της μείωσης του ωραρίου εργασίας που χωρίς αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων ή μείωση των εργασιών δεν μπορούσε να προκύψει, αφού η εντατικοποίηση προϋπήρχε. Το πρόσχημα της εξυπηρέτησης του κοινού κατέρρρευσε από στοιχεία των εταιρειών δημοσκοπήσεων που μελέτησαν το πείραμα και δείχνουν ότι στην παράταση η σύνθεση των πελατών ήταν κατά πλειοψηφία (54%), αυτοί που χρησιμοποιούν την τράπεζα τακτικά (τουλάχιστον 1 φορά τη βδομάδα) και το πρωί, δηλαδή πρόκειται για επιχειρήσεις (βλέπε πρόσχημα για μετακύληση της παράτασης του ωράριου και στους υπαλλήλους τους), ελευθεροεπαγγελματίες κ.α.. Παρόλα αυτά τα σχέδια προχωρούν για επέκταση του ωραρίου «εξυπηρέτησης κοινού» σε πολλές δημόσιες υπηρεσίες.
Είναι βέβαιο ότι εάν μετά το πείραμα αρχίσει ίδιου τύπου εφαρμογή του 35ωρου δηλαδή με αύξηση των ωρών συναλλαγών, έστω και με τη δυνατότητα οι παλιοί εργαζόμενοι να επιλέξουν την πρωϊνή έναρξη τότε θα υπάρξουν : α) νέες μαζικές προσλήψεις μερικής απασχόλησης κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, β) για τους παλιούς εργαζόμενους απλήρωτη παράταση του χρόνου εργασίας από αρκετούς που θέλουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες λειτουργίας των υπηρεσιών και γ) σταδιακά ωράριο λάστιχο (σε απασχολώ όταν υπάρχει φόρτος εργασίας) για όλους.
Είναι σαφές ότι οι ρυθμίσεις συμβάλλουν ακόμα περισσότερο στον κατακερματισμό του κλάδου και το πέρασμα στο μοντέλο ζωής που μας επιφυλάσσουν ( εξαντλητική δουλειά (όταν υπάρχει), φαϊ, ύπνος). Το πείραμα στους χώρους των Τραπεζών όμως θα είναι ένα μοντέλο προς επέκταση και σε άλλους χώρους του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα.


ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΜΑΣ
Οι δυνάμεις μας πρέπει να προσσεγγίζουμε το ζήτημα από τη σκοπιά του εργαζόμενου ανθρώπου ώστε να είναι πια σε θέση να απολαμβάνει ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, δημιουργικής εργασίας, συνεχούς επαφής με τα επιτεύγματα των επιστημών, να αξιοποιεί με ελεύθερο και ωφέλιμο τρόπο τον «ελεύθερο» χρόνο του και να συμμετέχει σε κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές δραστηριότητες. Αντί γι’ αυτά ο καπιταλισμός αναζητά λύσεις στην κατεύθυνση της αύξησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Οι επιλογές μας οφείλουν να διεκδικούν το χρόνο που απελευθερώνεται από τις μειωμένες ανάγκες για εργασία και να διεκδικούν για λογαριασμό των εργαζομένων το χρόνο που προκύπτει από την απελευθέρωση της εργασίας. Να διεκδικήσουμε πίσω όλο το χαμένο χρόνο! Να κινηθούμε στην κατεύθυνση που:
n Να διεκδικούμε την ολοκληρωτική κατάργηση της «απλήρωτης εργασίας» του συστήματος της αξίας και της υπεραξίας και την αντικατάστασή της απ’ το νόμο της εξοικονόμησης χρόνου για όλη την κοινωνία.
n Να διεκδικούμε την κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας. Να διεκδικούμε το δικαίωμα της δημιουργικής ελεύθερης δουλειάς για όλους.
n Να διεκδικούμε τη συνεχή ανάπτυξη της κοινωνικής και ατομικής ευημερίας. Να διεκδικούμε το δικαίωμα στην απόλαυση, στην κατανάλωση ενός νέου ποιοτικά διαφορετικού και ανώτερου κοινωνικού πλούτου.
n Να διεξάγουμε τον αγώνα και γι αυτό το ζήτημα τόσο από την άποψη του περιεχομένου όσο και της μορφής με τον αναγκαία και επιτακτικά μόνιμο και συνεχώς αναπτυσσόμενο χαρακτήρα της επανάστασης και του επαναστατικού αγώνα.
Αυτό σημαίνει ότι διεκδικούμε και αγωνιζόμαστε για μια ριζοσπαστική αλλαγή, προς όφελος των εργαζομένων, της οικονομικής και κοινωνικής σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία που άμεσα θα προσβλέπει σε ριζική και συνεχή βελτίωση των αμοιβών εργασίας με παράλληλη συνεχή μείωση του εργάσιμου χρόνου και με συνεχή μείωση της υπερεργασίας. Σήμερα, το σύνολο αυτών των διεκδικήσεων πρέπει να τείνει στη διαμόρφωση ενός επιπέδου κατακτήσεων των εργαζομένων που για κάθε βδομάδα να ισχύουν : 20 ώρες δουλειά, χρόνος για εκπαιδευτική-επιστημονική κατάρτιση, χειραφέτηση και ανάπτυξη, χρόνος για κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, δημόσια δραστηριότητα, χρόνος για ‘ζωή δημιουργία και όνειρο’.
Αυτός ο αγώνας πρέπει να συνδέσει την βασική πλευρά των εργατικών συμφερόντων με εκείνη των τακτικών. Πρέπει να συνδέσει την εργατική τάση χειραφέτησης προς όφελος της με εκείνη της τάσης αντίστασης στην επίθεση. Πρέπει να αντιπαρατεθεί στην προβολή ενός γενικού αντικαπιταλιστικού λόγου με συνθηματικό τρόπο αλλά και στην τοποθέτηση στο εικονοστάσι και τις βιβλιοθήκες των συνολικών διεκδικήσεων της τάξης.
Αυτός ο αγώνας για την βελτίωση της θέσης των εργατών είναι ανάγκη να γίνει. Χρειάζεται να είναι σε επαφή και να αξιοποιήσει ως κρίκο τον αγώνα για υπεράσπιση της θέσης των εργαζόμενων από την χειροτέρευση που φέρνουν οι επιχειρούμενες αλλαγές όπως η μετακύληση προς το απόγευμα της εργάσιμης μέρας, που σπάει τον «ελεύθερο» χρόνο, η αντίσταση στις βάρδιες, στην ελαστικοποίηση. Αυτή η αντίσταση δεν είναι ούτε συντήρηση, ούτε κάτι που μπορεί να μας αφήνει ασυγκίνητους. Αντίθετα η ανάπτυξη της πιο πλατιάς αγωνιστικής ενότητας στη βάση, απέναντι στην καπιταλιστική επίθεση είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Μας χρειάζεται μια πολιτική που θα προωθεί ένα αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα πάλης μέσα στους αγώνες. Με αυτήν την έννοια είναι απαραίτητο να συνδεθούμε με τις δυνάμεις που θέλουν σήμερα να μην περάσουν αρνητικές ρυθμίσεις στο ωράριο με πρόσχημα την μείωση του, όπως είναι το μέτωπο που δημιουργείται για ωράριο 8-3.

ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η απάντηση από το ε.κ. πρέπει να είναι η προβολή των σημερινών δυνατοτήτων από τον παραγόμενο πλούτο που επιτρέπει την πλήρη ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών με αύξηση των μισθών και δραστική μείωση του χρόνου εργασίας προς όφελος της ολοκλήρωσης της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Στις συνθήκες αυτής της επίθεσης μόνο αν οι εργαζόμενοι έχουν γνώμονα το τι δικαιούνται, από τις δυνατότητες της εποχής, μπορούν να υπερασπίσουν τη θέση τους με επίγνωση των δυνατοτήτων για την ρεαλιστικότητα και της μείωσης του ωραρίου και της αύξησης των μισθών, κόντρα στη λογική του εφικτού και των ορίων που το σύστημα μας επιτρέπει. Η διεκδίκηση του πλούτου που παράγουμε για όφελος των εργαζόμενων είναι και ο μόνος δρόμος που επιτρέπει και την υπεράσπιση όποιου θετικού μέτρου προηγούμενων συλλογικών ρυθμίσεων. Ο περιορισμός της δράσης, στο όνομα της σημερινής αδυναμίας του συνδ. κινήματος, μόνο στην υπεράσπιση των κατακτήσεων, για καλύτερη εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων (περιφρούρηση ωραρίου) και το πολύ – πολύ η προβολή του επιτρεπτού από το σύστημα αιτήματος επέκτασης του 35ώρου, χωρίς αρνητικές ρυθμίσεις, σ’ όλα τα καταστήματα, σε τελευταία ανάλυση, διευκολύνει τα σχέδια των κυρίαρχων, αφήνοντας τους εργαζόμενους χωρίς στόχο και όραμα.
Παράλληλα, δεν μπορούμε να περιμένουμε να υπάρξουν νέες κατακτήσεις, όπως η μείωση των όρων εργασίας στις 30 ώρες και ενιαία εργασιακή σχέση για όλο το προσωπικό χωρίς αποτελεσματική υπεράσπιση της θέσης των εργαζόμενων και χωρίς εναντίωση στις συνθήκες της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς. Οι αγώνες για να υπάρξουν και να είναι αποτελεσματικοί χρειάζεται να συνδέουν το αίτημα για 30ωρες δουλειά και προσλήψεις προσωπικού με το ίδιο εργασιακό καθεστώς, με την υπεράσπιση του δικαιώματος της πρωϊνής εργασίας και με εναντίωση στην απελευθέρωση του καθεστώτος λειτουργίας των Τραπεζών. Ο σημερινός και ο αυριανός εργαζόμενος στις Τράπεζες πρέπει να προστατεύεται από τον στόχο τους για πλήρη διαθεσιμότητά του καθ’ όλο το 24ωρο με σαφή ενιαία όρια στον χρόνο και τρόπο εργασίας του.
Το επίσημο σ.κ., έχει υποταχθεί στην επίθεση της αφαίρεσης των όποιων κατακτήσεων του στο θέμα του ωραρίου εργασίας (παραβίαση συλλογικών συμβάσεων, καταπάτηση του ωραρίου λειτουργίας ιδιωτικών και κρατικών τραπεζών, υπερωρίες, υπερεργασία, έμμεση παραβίαση μέσω της δεύτερης δουλειάς). Η αποδοχή από μέρους του της εξυπηρέτησης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων το οδηγεί : στο να διαπραγματεύεται μόνο τους όρους χειροτέρευσης της θέσης μας, μέτρα και όρια στην αμφισβήτηση της συνεκτικότητας του χρόνου εργασίας και του ελεύθερου χρόνου. Αυτό αντικατοπτρίζει και την συνολικότερα διαμορφωμένη συνείδηση της εργατικής τάξης που θεωρεί αντιπάλους άλλα κομμάτια της τάξης και την υπεράσπιση του ευνοϊκότερου εργασιακού καθεστώτος τους ως «αμαρτία».Οι πιέσεις που δέχεται η αριστερά για να υποταχθεί με εναλλακτικές προτάσεις σε μια λογική εξυπηρέτησης των αναγκών του συστήματος πρέπει να μας βρεί πολέμιους. Δεν μπορούμε να μπούμε σε συζήτηση για καθιέρωση βαρδιών ή ένταξη με κοινωνικά κριτήρια κάποιων σ’ αυτές (ποιος άλλωστε θα τα εκτιμήσει, θα τα κρίνει και θα ελέγξει την τήρησή τους;) που θα ακυρώνει στο παραμικρό προηγούμενες ευνοϊκές ρυθμίσεις-σταθερές όπως το γενικευμένο πρωινό ωράριο. Η ταξική πάλη με τους δεδομένους κάθε φορά συσχετισμούς και τα όρια που βάζουν σε συμβιβασμούς οι κυρίαρχες γραμμές δεν μπορούν να στριμώχνουν την μειοψηφική ριζοσπαστική αριστερά σε προτάσεις διαχείρισης και ορισμού αυτών των συμβιβασμών. Η ριζοσπαστική αριστερά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει με την στάση μας να αφήνει την παραμικρή παρερμηνεία ως αβάντα στην απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας στο όνομα της έγκαιρης αντιμετώπισης της νέας πραγματικότητας ούτε μπορεί να γυρίσει την πλάτη στην υπεράσπιση ευνοϊκών ρυθμίσεων ή να την χαρίσει στις δυνάμεις τους ΚΚΕ, όπως επίσης και να εξαντλεί την δράση της σ’ αυτήν την υπεράσπιση. Είναι ανάγκη η πολιτική μας γραμμή να παίρνει υπόψη της τα χαρακτηριστικά των σημερινών αντιδραστικών τομών, τους στόχους τους, τον τρόπο και τις μεθόδους προώθησης τους, να αντιπαρατίθεται σε αυτά. Η γραμμή μας πρέπει να είναι μάχιμη γραμμή δραστικής ανακατανομής του πλούτου υπέρ των παραγωγών του με αύξηση του ελεύθερου από την καταναγκαστική εργασία χρόνου.

Είναι λοιπόν σαφές ότι τα αιτήματα για το χρόνο εργασίας είναι στενά δεμένα με ένα εναιίο σύνολο στόχων πάλης.
Αυτή η ενιαιότητα θα συνδέσει τα συμφέροντα των εργαζόμενων στις Τράπεζες με εργαζόμενους άλλων κλάδων, αλλά και με τους άνεργους.
Το θέμα του ωραρίου παραμένει θέμα αιχμής. Το κεφάλαιο και η κυβέρνηση παίρνει επιθετικές πρωτοβουλίες για γενίκευση της απογευματινής λειτουργίας δημοσίων υπηρεσιών (εφοριών, υπουργείων, ασφαλιστικών ταμείων, δημοσίων ταμείων, δήμων, ταχυδρομείων) μετά από «διάλογο» με την ΑΔΕΔΥ. Η ΕΕΤ με έγγραφό της ζητά από το Υπουργείο Εργασίας την πλήρη απελευθέρωσητου ωραρίου των Τραπεζών. Η ριζοσπαστική τάση του εργατικού κινήματος πρέπει να πάρει τις δικές της πρωτοβουλίες για την κινητοποίηση της τάξης κόντρα στην παραλυτική απάθεια απέναντι στα σχέδια εργοδοσίας και κυβέρνησης. Μπορεί και πρέπει να αναζητήσει σ’ αυτόν τον αγώνα συμμάχους από άλλες δυνάμεις της αριστεράς χωρίς καμμιά αυταπάτη για τα όρια τους αλλά κυρίως πρέπει να στηριχτεί στους εργαζόμενους των κοινωνικών χώρων που πλήττονται, θέλουν να αντιδράσουν και δεν βολεύονται στα σημερινά προδιαγεγραμμένα όρια των αγώνων.
ΜΑΡΤΗΣ 2000