ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΛΟΒΕΡΔΟΥ
Εφιαλτικό νομοσχέδιο σε μια εφιαλτική κοινωνία. Αυτός είναι, με λίγα λόγια, ο χαρακτηρισμός που ταιριάζει στο σχέδιο νόμου για το ασφαλιστικό που παρουσίασε ο υπουργός της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο Α. Λοβέρδος.
Επισημαίνουμε εξαρχής την απόλυτη συσχέτιση του νομοσχεδίου με το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί ήδη το «μνημόνιο» που υπογράφηκε για να ενεργοποιηθεί ο «μηχανισμός στήριξης» και το σχετικό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στις 6 Μαΐου περιέχουν ένα κανιβαλικό σύνολο δεσμεύσεων για την ασφάλιση που –ακόμη κι αν δεν αναφέρονται στο σχέδιο νόμου- αποτελούν αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο της ασκούμενης πολιτικής. Και δεύτερον γιατί, η εφιαλτική ουσία του νομοσχεδίου Λοβέρδου -που επιπροστίθεται στους νόμους Σιούφα, Ρέππα και Πετραλιά της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ- γίνεται κατανοητή σε όλο της το βάθος και την έκταση αν προβληθεί όχι στο προ Συμφώνου Σταθερότητας, «μνημονίου» και ΔΝΤ κοινωνικό στάτους, αλλά σε εκείνο που θα διαμορφωθεί από το φθινόπωρο και το 2011, όταν οι προωθούμενες αντιδραστικέ τομές θα είναι ζώσα πραγματικότητα και η ανεργία θα σκαρφαλώσει στα ύψη.
Έχοντας ως αφετηρία αυτές τις επισημάνσεις, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις βασικές πλευρές τού προς ψήφιση νομοσχεδίου.
Καταρχήν, δρομολογεί μια δραματική μείωση των συντάξεων της τάξης τουλάχιστον του 7-25%, τόσο των σημερινών συνταξιούχων και των εργαζόμενων που θα βγουν στη σύνταξη τα προσεχή χρόνια, όσο και –πολύ περισσότερο- των νεότερων γενεών, που μπαίνουν τώρα στην εργασία ή χρειάζονται αρκετά ακόμη χρόνια για να θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Αυτό γίνεται αφενός μεν με τους πολυσυζητημένους και πρόδηλους τρόπους, αφετέρου δε με άδηλους και αφανείς, από πρώτη άποψη, τρόπους.
Στους πρώτους περιλαμβάνονται το πάγωμα των συντάξεων τουλάχιστον για μια τριετία (από μόνου συρρικνώνει τις συντάξεις ως και 20%), η δραστική μείωση των δώρων και οι κρατήσεις 3-9% για τον ΛΑΦΚΑ. Στους δεύτερους περιλαμβάνονται τα αυξημένα πέναλτι για πρόωρη συνταξιοδότηση (από το 2011), η ασφάλιση στο ΙΚΑ των εισερχόμενων στο δημόσιο από το 2013, η μείωση από το 2013 του ποσοστού αναπλήρωσης στο 2% για κάθε συντάξιμο έτος (χωρίς να διευκρινίζεται αν αυτό αφορά τη συνολική ή μόνο την κύρια σύνταξη), η προωθούμενη μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης στις επικουρικές συντάξεις (άρθρο 15), η απαίτηση 40 ετών εργασίας (αντί 35 ή 37 που είναι σήμερα) για να εξασφαλίσει κάποιος την ανώτατη σύνταξη. Και, από το 2018, ο νέος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης (βασική 360 ευρώ, ανταποδοτική επί των εισφορών όλου του εργάσιμου βίου – όπου ο Λοβέρδος μιλά για απώλεια 7%, ενώ τα συνδικάτα για 25%) και η ενοποίηση των ασφαλιστικών φορέων σε τρεις.
Δραματική θα είναι και η αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, με το μέσο όρο τους να αυξάνεται ως το 2015 από τα 61,4 έτη στα 63,5 έτη. Και εδώ υπάρχουν οι πρόδηλοι και οι άδηλοι τρόποι. Στους πρώτους κατατάσσονται η καρατόμηση των όποιων διευκολύνσεων είχαν οι μητέρες και οι γυναίκες στο δημόσιο (από το 2011 έως το 2013 τα όρια συνταξιοδότησης των δεύτερων εξισώνονται με εκείνα των ανδρών), το πρόστιμο-μείωση της σύνταξης κατά 6% για κάθε έτος πρόωρης συνταξιοδότησης, τα κίνητρα παραμονής στην εργασία ακόμη και ως τα 40, η απαγόρευση της εθελουσίας εξόδου, οι ενοποιήσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η δυνατότητα παραμονής στην εργασία και στο δημόσιο τομέα, η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης ανάλογα με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης (κάθε χρόνος αύξησης του δεύτερου θα αυξάνει κατά 4 μήνες τα όρια συνταξιοδότησης). Στους δεύτερους περιλαμβάνονται η προαναφερθείσα μείωση των συντάξεων (που θα ωθεί τους εργαζόμενους να παραμείνουν στην εργασία και πέραν των 35 ή 37 ετών, ώστε να πάρουν όχι απλώς την πλήρη αλλά την ανώτατη σύνταξη, για την οποία σήμερα απαιτούνται 35 ή 37 έτη ασφάλισης) και κυρίως η εκτίναξη της ανεργίας, της ημιαπασχόλησης και της ελαστικής εργασίας, που θα κάνουν αδύνατη για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων τη συμπλήρωση των αναγκαίων ενσήμων (10.500 για 35ετή ασφάλιση και 12.000 για 40ετή) στα 35 ή στα 40 ημερολογιακά έτη, ωθώντας τα ηλικιακά όρια πολύ πιο πάνω από τα συμβατικά που ο νόμος ορίζει.
Ο συνδυασμός των δύο αυτών τάσεων οδηγεί στην ουσία στην κατάργηση των συντάξεων ή στη μετατροπή τους σε «επίδομα κηδείας» – ιδιαίτερα για τους νέους που πρόσφατα μπήκαν στη δουλειά ή θα μπουν στο προσεχές μέλλον. Υπό το κράτος αυτού του δεδομένου, που πλέον είναι άμεσα και ευρύτατα ορατή προοπτική, και υπό το βάρος της δραστικής συμπίεσης των μισθών, είναι λογικό να αναμένουμε μια μεγάλη αύξηση της ανασφάλιστης εργασίας, και μάλιστα συχνά με τη «συναίνεση» των εργαζομένων, που θα προτιμούν αντί να πληρώνουν εισφορές ή το «ζεστό χρήμα εδώ και τώρα» που δυσκολεύονται (αντί της εξαιρετικά αβέβαιης ή πενιχρότατης σύνταξης μετά από πολλά… πολλά χρόνια) ή το καταφύγιο ενός ιδιωτικού ασφαλιστικού συμβολαίου (με τον ενδόμυχο φόβο, βέβαια, να μην έχει κι αυτό τη μοίρα της ΑΣΠΙΣ, της AIG και της Enron).
Όλα αυτά, ωστόσο, συνιστούν τη μία πλευρά του νομοσχεδίου, τη «λογιστική» -ας την πούμε έτσι-, όμως με σαφείς κοινωνικές συνέπειες. Η άλλη πλευρά -εξίσου ή και περισσότερο σοβαρή, κι ας μην έχει τραβήξει όσο της πρέπει μέχρι τώρα τα φώτα της δημοσιότητας- είναι η «αναδιαρθρωτική», που σχετίζεται με τις αλλαγές που αφορούν τη φιλοσοφία και όχι τόσο στις ποσοτικές παραμέτρους του ασφαλιστικού οικοδομήματος. Αλίμονο αν ξεχαστεί ή μπει σε δεύτερη μοίρα αυτή η πλευρά, στο όνομα του ότι οι αλλαγές που δρομολογεί δεν είναι άμεσα ορατές ή δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμες (κυρίως θα τεθούν σε ισχύ από το 2013 και το 2018 – με τα τωρινά δεδομένα, όμως, γιατί κανείς δεν πρέπει να αποκλείει επίσπευσή τους και πρόσθετα αντι-ασφαλιστικά μέτρα αν η ΕΕ, οι αγορές και το ΔΝΤ δεν ικανοποιηθούν με τις «επιδόσεις» της οικονομίας μας).
Η πιο σοβαρή αλλαγή, από αυτή την άποψη, είναι αυτή που αφορά τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης. Από το 2018 η σύνταξη θα χωρίζεται σε δύο τμήματα: στη βασική και στην αναλογική. Η βασική σύνταξη θα είναι 360 ευρώ (με σημερινούς όρους) και θα αναπροσαρμόζεται από το 2014 κάθε χρόνο με υπουργική απόφαση, ανάλογα με τη μεταβολή του πληθωρισμού, του ΑΕΠ και τις δυνατότητες των ασφαλιστικών φορέων (άρθρο 11.1 και 37.2) – που σημαίνει ότι μπορεί να είναι και μικρότερη. Μειωμένη θα είναι και σε περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας, είτε και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ανασφάλιστων ή όσων συνταξιοδοτούνται με λιγότερα από 4.500 ένσημα ή 15 έτη δουλειάς.
Η αναλογική –πιο σωστά ανταποδοτική- σύνταξη είναι το δεύτερο τμήμα των συντάξιμων αποδοχών και, όπως ρητά διευκρινίζεται (άρθρο 3.1 και 3.2) υπολογίζεται «με βάση το συνολικό χρόνο ασφάλισης, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ενός πλήρους έτους ασφάλισης ή 300 ημερών [σσ. ενσήμων] και με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία» κι, επίσης, με βάση τις εισφορές όλου του εργάσιμου βίου. Αναφέ ρεται χαρακτηριστικά ότι για τους μεν μισθωτούς «λαμβάνεται υπόψη το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου… χωρίς τον υπολογισμό δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, διά του αριθμού των μηνών απασχόλησης που έχει πραγματοποιήσει εντός της χρονικής αυτής περιόδου», για δε τους αυτοαπασχολούμενους λαμβάνονται υπόψη «οι εισφορές που καταβλήθηκαν καθ’ όλο το χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου».
Η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης (βασική, αναλογική), μια από τις θεμελιωδέστερες αναδιαρθρωτικές τομές του ασφαλιστικού, θα έχει τριπλή επίδραση: θα οδηγήσει σε δραστική μείωση των συντάξιμων αποδοχών (αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια από τώρα). Θα απαλλάξει το κράτος από ένα σημαντικό τμήμα της ασφαλιστικής προστασίας (καθώς θα εισφέρει από το 2018 μόνο στη βασική σύνταξη -άρθρο 37.2-, ενώ στην αναλογική θα εισφέρουν μόνο οι εργαζόμενοι και ο εργοδότης). Και τρίτον, θα εισάγει -και μάλιστα με κυριαρχικό τρόπο, μιας και το αναλογικό τμήμα της σύνταξης θα είναι το μεγαλύτερο- τα ανταποδοτικά, κεφαλαιοποιητικά, αγοραία κριτήρια στην ασφάλιση.
Αλλά η κατίσχυση του αγοραίου πνεύματος και του ιδιωτικού κεφαλαίου (ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού) δεν καταγράφεται μόνο εδώ: διαχέεται και σε πολλές άλλες και σημαντικότατες πλευρές του νομοσχεδίου.
Για παράδειγμα, προωθούνται οι συμπράξεις τύπου ΣΔΙΤ ανάμεσα στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και στους ιδιώτες «παρόχους υγείας» (άρθρο 32), παραδίδεται η διαχείριση της κινητής (αποθεματικά) και ακίνητης (κτήρια, οικόπεδα) περιουσίας των ταμείων σε ιδιωτικές εταιρείες ή απευθείς ή με τη μέθοδο της ανάθεσης ή με ενδιάμεσο την Τράπεζα της Ελλάδας ή με τη σύσταση από τα ίδια τα ταμεία εταιρειών διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων (κεφάλαιο 8). Και, τέλος, μπαίνουν οι τράπεζες στη θέση του υποχρεωτικού «ενδιάμεσου διαχειριστή» (άρθρο 40) τόσο για την καταβολή των συντάξεων (από το 2011) όσο και για την καταβολή των μισθών και των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών (από τον Ιούλιο του 2011) -πράγμα που σημαίνει ότι θα έχουν τη δυνατότητα, σε καιρούς που το ρευστό σπανίζει, να διαχειρίζονται τεράστια ποσά, γυρίζοντάς μας πίσω στις αλήστου μνήμης δεκαετίες της αναγκαστικής δέσμευσης των αποθεματικών των ταμείων με εξευτελιστικά επιτόκια και της αντίστοιχης «νόμιμης» λεηλασίας τους
Σε ό,τι αφορά τη γιγάντια εισφοροδιαφυγή λόγω ανασφάλιστης εργασίας, θεσπίζονται κάποια ψοφοδεή μέτρα (άρθρο 33), παντελώς ανίκανα να αντιμετωπίσουν τη σημερινή κατάσταση και, κυρίως, να αναχαιτίσουν την προαναφερθείσα σαρωτική τάση αύξησης της εργασίας χωρίς ασφάλιση είτε λόγω της πίεσης της ανεργίας είτε λόγω του ότι και αρκετοί εργαζόμενοι θα την επιζητούν είτε λόγω των άλλων κυβερνητικών ρυθμίσεων (απαλλαγή των εργοδοτών από τις εισφορές αν προσλαμβάνουν ανέργους ή νέους). Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι νέες, διευκολυντικές για την εργοδοσία, ρυθμίσεις για την απόδοση των καθυστερούμενων οφειλών, τόσο των δικών της όσο και της παρακρατηθείσας εργατικής εισφοράς (κεφάλαιο 9). Ρυθμίσεις που, καθώς δεν έχουν άμεσο και δεσμευτικό χαρακτήρα και, καθώς ζούμε σε εποχές κρίσης, θα έχουν με μαθηματική βεβαιότητα το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα με τις αντίστοιχες που προηγήθηκαν στα χρόνια της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ: αύξηση και όχι μείωση των εργοδοτικών οφειλών προς τα ταμεία.
Σε ό,τι αφορά τις εισφορές για την κοινωνική ασφάλιση, προβλέπονται: η αυξομοίωση των εισφορών του εργοδότη και του εργαζόμενου στις περιπτώσεις περιστασιακής εργασίας, ανάλογα με τις «εκάστοτε κοινωνικοασφαλιστικές συνθήκες» και μετά από υπουργική απόφαση (άρθρο 21). Η αύξηση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες των εισφορών εργοδότη και εργαζόμενου για τη σύνταξη (σταδιακά, την περίοδο 2011-2013, άρθρο 42), με ισόποση μείωση των εισφορών για τον ΟΑΕΔ, τον ΟΕΚ και την Εργατική Εστία (εξέλιξη που θα οδηγήσει σε δραστική περικοπή των προγραμμάτων και των υπηρεσιών που προσφέρουν οι εν λόγω οργανισμοί στους ασφαλισμένους του ΙΚΑ – που σε λίγο θα είναι όλοι οι μισθωτοί).Και, βεβαίως, η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, δηλαδή η επιβάρυνση 3-9% των συντάξεων (άρθρο 38), που θα οδηγεί στη συγκέντρωση ενός ποσού το οποίο θα «διατίθεται για την κάλυψη των ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης» (δηλαδή μοιρασιά της φτώχειας και απευθείας κάλυψη των ασφαλιστικών ελλειμμάτων από εκείνους που ούτε κατ' ελάχιστον δεν ευθύνονται γι' αυτά, τους συνταξιούχους).
Δραματικές θα είναι επίσης οι εξελίξεις στις αναπηρικές συντάξεις (κεφάλαιο 2) και στα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα (άρθρο 17), καθώς τόσο οι προωθούμενες αλλαγές στις αναπηρικές όσο κι ο νέος πίνακας των ΒΑΕ που θα ισχύσει από τον Ιούλιο του 2011 θα επιδεινώνουν την κατάσταση, τη στιγμή ακριβώς που απαιτούνται μέτρα προστασίας της υγείας στους χώρους εργασίας και ένταξη στα ΒΑΕ και νέων κατηγοριών εργαζομένων σε δουλειές που φθείρουν όχι με τον παραδοσιακό αλλά με νέο τρόπο την υγεία τους (καρδιαγγειακά λόγω άγχους, νευροψυχιατρικά, οφθαλμολογικά κ.ά.).
Η τελευταία σημαντική πλευρά του νομοσχεδίου αφορά τον κλάδο υγείας των ασφαλιστικών φορέων. Εδώ, υπό τις ταμπέλες της «οικονομικής και λογιστικής αυτοτέλειας του κλάδου υγείας» και του «ενιαίου πλαισίου παροχής υγείας σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο (άρθρα 28 και 31), θα προωθηθεί -καταρχήν πιλοτικά- η ενοποίηση σε επίπεδο σχεδιασμού και λειτουργείας των εξωτερικών ιατρείων των νοσοκομείων και των αντίστοιχων υπηρεσιών του ΙΚΑ και των άλλων ταμείων. Το από πρώτη άποψη λογικό μέτρο δεν εντάσσεται, όμως, σε μια λογική υγειονομικού εξορθολογισμού, κατάργησης της ουράς και της μακρόχρονης αναμονής, βελτίωσης της παρεχόμενης περίθαλψης, αλλά στην ακριβώς αντίθετή της. Διότι, η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών πρωτοβάθμιας περίθαλψης -ενοποιημένων ή μη- απαιτεί κονδύλια, προσλήψεις προσωπικού και ισόρροπη χωροταξική κατανομή – και κάτι τέτοιο είναι μισητός εχθρός για το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που διαμορφώνουν η κυβερνητική πολιτική, το Πρόγραμμα Σταθερότητας, η ΕΕ, το ΔΝΤ και ο «μηχανισμός στήριξης».
Βασίλης Μηνακάκης